ῥοιβδῶ

ῥοιβδῶ
ῥοιβδέω
move with a whistling
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ῥοιβδέω
move with a whistling
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο …   Dictionary of Greek

  • ῥοίβδῳ — ῥοί̱βδῳ , ῥοῖβδος any rushing noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρροιβδώ — ἀναρροιβδῶ ( έω) (Α) [ροιβδώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα …   Dictionary of Greek

  • απορροιβδώ — ἀπορροιβδῶ ( έω) (Α) [ροιβδώ] (για ήχο, φωνή) βγάζω, εκπέμπω …   Dictionary of Greek

  • επιρροιβδώ — ἐπιρροιβδῶ, έω (Α) [ροιβδώ] 1. (για κόρακα) κρώζω, βγάζω κρωγμό που προμηνύει βροχή 2. (με σύστ. αιτ.) εξακοντίζω, κατευθύνω σε κάτι, βέλος με συριγμό …   Dictionary of Greek

  • καταρροιβδώ — καταρροιβδῶ, έω (Α) καταπίνω, ρουφάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥοιβδῶ (< ῥοῖβδος «δυνατός θόρυβος ή κίνηση»)] …   Dictionary of Greek

  • πολυρροίβδητος — ον, Α αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος*, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • ροίβδημα — τὸ, Α [ῥοιβδῶ] θορυβώδης ήχος …   Dictionary of Greek

  • ροίβδησις — ήσεως, ἡ, Α [ροιβδῶ] ο ήχος τής φλογέρας τού βοσκού …   Dictionary of Greek

  • ροβδώ — Α βλ. ῥοιβδῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”